- πολυτερπένια
- τα, Νχημ. συνοπτική ονομασία τών τερπενικών υδρογονανθράκων και, κατ' επέκταση, τών παραγώγων τους.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. polyterpenes (< πολυ-* + terpene «τερπένιο»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυτερπενικός — ή, ό, Ν χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα πολυτερπένια και στα παράγωγα τους … Dictionary of Greek
τερπένια — Υδρογονάνθρακες, που αντιστοιχούν στον γενικό τύπο (C5H8)n, όπου το n είναι δυνατόν να πάρει τις τιμές 2, 3, 4, ... Μπορούν, επίσης να θεωρηθούν ως πολυμερή του ισοπρενίου ή να περιέχουν στο μoριό τους μια αλδεϋδική, αλκοολική ή κετονική ομάδα.… … Dictionary of Greek